- σιγένιος
- -α, -ο, Νφρ. «σιγένια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σιγένιο»γεωλ. υποδιαίρεση τού δεβονίου και τών θαλάσσιων πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά την διάρκειά της και η οποία έλαβε την ονομασία της από την ονομασία τής περιοχής Ζήγκεν τής Γερμανίας, όπου μελετήθηκαν οι επιφανειακές εμφανίσεις της.
Dictionary of Greek. 2013.